Προσανατολισμός

Η υπόθεση του προσανατολισμού σίγουρα δεν βασίζεται μόνο στην πυξίδα. Είναι αναγκαίο να έχουμε και τη δυνατότητα της ανάγνωσης του χάρτη, καθώς και την ικανότητα συλλογής και αξιολόγησης διαφόρων πληροφοριών. 

Σύμφωνα με διεθνή στατιστικά στοιχεία, ένας μεγάλος αριθμός ατυχημάτων οφείλεται άμεσα ή έμμεσα σε λάθος προσανατολισμό. Όταν οι καιρικές συνθήκες είναι καλές και το βουνό μας είναι αρκετά γνωστό, τότε σίγουρα ο προσανατολισμός είναι μια απλή υπόθεση. Όταν όμως πρόκειται να κάνουμε μια ανάβαση ή διάσχιση σε άγνωστο βουνό και οι καιρικές συνθήκες δεν είναι βέλτιστες, τότε σίγουρα θα πρέπει να έχουμε αρκετές γνώσεις γύρω από την τεχνική του προσανατολισμού, ώστε να φτάσουμε στο στόχο μας. Η τεχνική του προσανατολισμού αποτελείται από δύο μέρη:

  1. Το πρώτο μέρος είναι η ανάγνωση του χάρτη
  2. Το δεύτερο μέρος το αποτελούν: η χρήση της πυξίδας, ο υπολογισμός του χρόνου, ο υπολογισμός της απόστασης και η χρήση του αλτίμετρου.

Ανάγνωση του Χάρτη

Α) Χάρτης είναι μία επίπεδη εικόνα της επιφάνειας της γης σε σμίκρυνση, κάτοψη και λεπτομερή περιγραφή. Ανάγνωση ενός ορειβατικού χάρτη σημαίνει να βλέπουμε τον χάρτη και να μεταφέρουμε στο μυαλό μας την εικόνα του εδάφους. Κάθε χάρτης έχει τα σύμβολα του, τα οποία ερμηνεύονται σε ειδικό υπόμνημα. Τα σύμβολα αυτά πρέπει να τα γνωρίζουμε πολύ καλά, έτσι ώστε η ανάγνωση του χάρτη να γίνεται χωρίς καθυστέρηση.

Β) Κλίμακα

Η κλίμακα του χάρτη είναι η σχέση μεταξύ της απόστασης στο χάρτη και της απόστασης στο έδαφος (αναλογία σμικρύνσεως του χάρτη σε σχέση με τη φύση). Για παράδειγμα αναφέρουμε την πιο συνηθισμένη κλίμακα που έχουμε στους χάρτες που κυκλοφορούν στην Ελλάδα και είναι 1:50.000 που σημαίνει ότι 1 εκατοστό μήκους στο χάρτη αντιπροσωπεύει στο έδαφος 50.000 εκατοστά δηλαδή 500 μέτρα.

Χάρτες με μεγαλύτερη κλίμακα μας δίνουν σίγουρα μεγαλύτερη λεπτομέρεια της μορφολογίας του εδάφους. Έτσι λοιπόν χάρτες με κλίμακα 1:25.000 μας δίνουν διπλή λεπτομέρεια από την κλίμακα 1:50.000. Το βασικό πλεονέκτημα της κλίμακας 1:50.000 είναι ότι έχουμε κατ’ αρχάς μια πιο ευκρινή γενική άποψη του εδάφους και επίσης ότι οι ισοϋψείς καμπύλες καθορίζονται ευκρινέστερα. Η κλίμακα όμως 1:25.000 μας δίνει αρκετές λεπτομέρειες που σίγουρα δεν μπορούν να φανούν στην κλίμακα 1:50.000.

Γ) Ισοϋψείς Καμπύλες

Οι Ισοϋψείς Καμπύλες αποτελούν το βασικότερο σύμβολο σε έναν ορειβατικό χάρτη. Οι Ισοϋψείς Καμπύλες αφού μάθουμε να τις διαβάζουμε, μας δίνουν με ακρίβεια την μορφολογία του εδάφους. Οι Ισοϋψείς Καμπύλες είναι νοητές γραμμές, οι οποίες ενώνουν όλα τα σημεία που έχουν το ίδιο ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας. Είναι συνήθως χρωματισμένες καφέ και η γραμμή κάθε 5ης καμπύλης είναι πιο έντονη και σε ορισμένα σημεία αναφέρεται το ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας. Η κάθετη απόσταση μεταξύ ισοϋψών λέγεταιισοδιάσταση. Για παράδειγμα, η ισοδιάσταση στους χάρτες με κλίμακα 1:50.000 είναι 20 μέτρα. Το σχήμα της καμπύλης δείχνει ακριβώς το σχήμα της πλαγιάς του βουνού και η απόσταση μεταξύ των ισοϋψών δείχνει την κλίση της πλαγιάς. Όταν λοιπόν οι ισοϋψείς είναι πολύ πυκνές, τότε σίγουρα η κλίση είναι αρκετά μεγάλη και αντιστρόφως.

Δ) Κλίση πλαγιάς

Από την πυκνότητα των ισοϋψών μπορούμε να καταλάβουμε κατά πόσο μια πλαγιά είναι απότομη. Το πόσο όμως απότομη είναι, αποτελεί το βασικότερο στοιχείο για τον πεζοπόρο. Η κλίση της πλαγιάς μπορεί να μετρηθεί με δύο τρόπους:

  • Μετρώντας την γωνία της πλαγιάς με τον ορίζοντα με ειδικό όργανο (γωνιόμετρο)
  • Κάνοντας χρήση ενός μοιρογνωμίου κα νήματος στάθμης.

Λόγω της κλίσης του εδάφους, η πραγματική απόσταση που θα περπατήσουμε είναι μεγαλύτερη από αυτή που θα μετρήσουμε στο χάρτη μας. Ο παρακάτω πίνακας αποτελεί έναν κατά εκτίμηση οδηγό της σχέσης μεταξύ της γωνίας της πλαγιάς και της επιπλέον απόστασης. Όπως παρατηρούμε στον πίνακα, για πλαγιά γωνίας 30o η επιπλέον απόσταση από αυτή που μας δίνει ο χάρτης (οριζόντια απόσταση ) είναι 15% μεγαλύτερη. Για παράδειγμα αν η απόσταση που μετρήσουμε στον χάρτη (οριζόντια ) είναι 300 μέτρα, τότε η πραγματική απόσταση είναι 345 μέτρα.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΓΙΑ ΚΛΙΜΑΚΑ 1: 50.000

Γωνία πλαγιάς

Επιπλέον απόσταση
που θα διανυθεί

10o

1,5%

20o

6%

30o

15%

40o

31%

45o

41%

50o

56%

60o

100%

 

Ένας άλλος τρόπος, αρκετά πρακτικός, για να υπολογίζουμε την πραγματική απόσταση που θα περπατήσουμε είναι ο εξής: Αφού μετρήσουμε πάνω στο χάρτη την προβολή της απόστασης που θα διανύσουμε (π.χ. 3,2 εκατ), υπολογίζουμε και την υψομετρική διαφορά (π.χ. 500 μέτρα). Ανάλογα με την κλίμακα μετατρέπουμε τα μέτρα σε εκατοστά (π.χ. για κλίμακα 1:50:000, τα 500 μέτρα είναι 1 εκατοστό). Στη συνέχεια σχεδιάζουμε ένα ορθογώνιο τρίγωνο και υπολογίζουμε την υποτείνουσα, η οποία είναι κατά προσέγγιση η πραγματική απόσταση που θα διανύσουμε.

ΑΒ = 1 cm (Υψομετρική Διαφορά = 500 μέτρα)

ΒΓ = 3,2 cm (Προβολή Απόστασης = 1600 μέτρα)

ΑΓ = 3,4 cm (Προσέγγιση Πραγματικής Απόστασης = 1700 μέτρα)

Α    
   
Β   Γ

 

Πυξίδα

Λέγεται ότι οι Κινέζοι πρώτοι ανακάλυψαν εδώ και 5 χιλ. χρόνια την αρχή της πυξίδας. Η πυξίδα είναι σίγουρα ένα πολύ σημαντικό όργανο για τον ασφαλή προσανατολισμό. Αποτελείται από ένα κινητό στρογγυλό στέλεχος, το οποίο διαιρείται σε 360ο και από τη βάση, η οποία συνήθως φέρει υποδιαιρέσεις σε εκατοστά για την μέτρηση οριζοντίων αποστάσεων στο χάρτη. Η ανάγνωση των μοιρών γίνεται πάντα με την φορά των δεικτών του ρολογιού.

Τύποι πυξίδας

Υπάρχουν δύο τύποι πυξίδας για τους ορειβάτες, ο πρισματικός και ο Silva.

Η πρισματική πυξίδα δεν είναι πολύ πρακτική λόγω βάρους και πολύπλοκου χειρισμού, σε αντίθεση με τη Silva η οποία είναι αρκετά ελαφριά, απλή και έχει όλες τις δυνατότητες.

  1. Γραμμές βοηθητικές
  2. Βέλος πορείας
  3. Υποδεκάμετρο
  4. Βάση
  5. Κινητό στέλεχος
  6. Βέλος προσανατολισμού
  7. Γραμμές προσανατολισμού
  8. Μαγνητική βελόνα.

Χρήσεις Πυξίδας

Η πυξίδα χρησιμοποιείται για :

  1. Μέτρηση αποστάσεων στο χάρτη
  2. Εύρεση Βορρά
  3. Προσανατολισμό Χάρτη
  4. Υπολογισμό γωνιών

ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΒΟΡΡΑ

  • Πραγματικός Βορράς: Εκεί όπου βρίσκεται ο άξονας του Βόρειου Πόλου
  • Γεωγραφικός Βορράς: Είναι περίπου ο ίδιος με τον πραγματικό και είναι ο Βορράς που δείχνουν οι μεσημβρινοί του χάρτη.
  • Μαγνητικός Βορράς: Ο Βορράς που μας δείχνει η πυξίδα (λόγω του μαγνητισμού της γης) και ο οποίος βρίσκεται περίπου 1.000 μίλια νότια στον Καναδά.

ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΜΑΣ

Α) Ας πάρουμε για παράδειγμα ότι βρισκόμαστε σε ένα μονοπάτι, σε κάποιο οροπέδιο και αναγνωρίζουμε κάποια κορυφή, την οποία μπορούμε να αναγνωρίσουμε και στο χάρτη μας. Θέλουμε λοιπόν να δούμε σε ποιο ακριβώς σημείο του μονοπατιού βρισκόμαστε (φυσικά έχοντας αναγνωρίσει το μονοπάτι μας στο χάρτη).

Αρχικά παίρνουμε μια σκόπευση της κορυφής (μαγνητική ένδειξη). Τοποθετούμε την πυξίδα στο χάρτη ώστε το βέλος του προσανατολισμού να είναι παράλληλο με τις γραμμές Βορρά-Νότου του χάρτη μας και να δείχνει το Βορρά. Κατόπιν κάνουμε μια παράλληλη μετατόπιση, ώστε το ένα άκρο της πυξίδας να τέμνει την κορυφή. Φέρνουμε λοιπόν μια ευθεία από αυτή την άκρη της πυξίδας και η τομή της με το μονοπάτι μας δείχνει το σημείο το οποίο βρισκόμαστε.

Β) Υπάρχει περίπτωση να έχουμε μόνο μια γενική ιδέα για το πού βρισκόμαστε και θέλουμε να εντοπίσουμε το σημείο μας. Σ’ αυτή την περίπτωση χρειαζόμαστε τουλάχιστον δύο ή προτιμότερο τρία σημεία αναφοράς. Επαναλαμβάνουμε ότι ακριβώς παραπάνω. Το σημείο μας λοιπόν θα είναι εντός του τριγώνου που θα σχηματίσουν οι τρεις ευθείες.

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ

Όταν γνωρίζουμε από πού ξεκινήσαμε να περπατάμε και που ακριβώς βρισκόμαστε, τότε είναι εύκολο να υπολογίσουμε την απόσταση από τον χάρτη. Όταν όμως γνωρίζουμε μόνο το σημείο που ξεκινήσαμε, αλλά δεν μπορούμε να βρούμε που είμαστε (δάσος, ομίχλη, χιονισμένο πεδίο), αν και η πυξίδα μας δείχνει ότι είμαστε στη σωστή πορεία προς το στόχο, σίγουρα δεν ξέρουμε πότε πρέπει να σταματήσουμε. Η εκτίμηση λοιπόν της απόστασης μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: Χρονομέτρηση και Βηματομέτρηση.

ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΗΣΗ

Εάν γνωρίζουμε πόσο γρήγορα περπατάμε, τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσο χρόνο θα μας πάρει από το σημείο που αρχίσαμε ως το στόχο μας. Αν και κατ’ αρχάς φαίνεται εύκολο, ωστόσο η εκτίμηση είναι δύσκολη γιατί υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επιδρούν στη ταχύτητά μας.

Ο πιο σημαντικός ίσως είναι η ανάβαση που έχουμε να κάνουμε. Είναι χρήσιμο λοιπόν να έχουμε κάποια φόρμουλα, ώστε γνωρίζοντας την ταχύτητα μας σε επίπεδο έδαφος, να την προσαρμόζουμε ανάλογα. Η πιο κλασσική φόρμουλα, που  προτάθηκε το 1892 από τον Σκοτσέζο William W. Naismith και ισχύει και σήμερα είναι:

5 χλμ/ ώρα + ½ ώρα / 300 μέτρα ανάβασης.

Ένας δεύτερος παράγοντας, που επηρεάζει την ταχύτητα είναι το κατέβασμα. Κατεβαίνοντας μια πλαγιά, πολλοί πεζοπόροι επιταχύνουν για κλίσεις μεταξύ 5ο και 12ο. Η προσοχή όμως που δίνουν δεν τους επιτρέπει να διανύουν σε μικρότερο χρόνο την ίδια απόσταση, όπως εάν ήταν σε επίπεδο έδαφος. Έτσι λοιπόν όταν ανεβαίνουμε έχουμε μια καθυστέρηση, ενώ όταν κατεβαίνουμε έχουμε ένα ταχύτερο χρόνο. Συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι:

  • Κατεβαίνοντας πλαγιά ομαλή: -10’/300 μέτρα κατάβασης
  • Κατεβαίνοντας πλαγιά απότομη: +10’/300 μέτρα κατάβασης

Το φορτίο του πεζοπόρου σίγουρα αποτελεί άλλον ένα παράγοντα, που επιδρά άμεσα στην ταχύτητα του. Ένα βαρύ φορτίο μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα μείωση της ταχύτητας κατά 50%. Θα πρέπει να υπολογίσουμε μια μέση ωριαία ταχύτητα 3 χλμ/ώρα ή ακόμη και 2 χλμ/ώρα για ορισμένες περιπτώσεις.

Οι καιρικές συνθήκες αποτελούν έναν άλλο ανεξέλεγκτο παράγοντα. Δυσμενείς συνθήκες μπορεί να αποτελέσουν ακόμη και παράγοντα ματαίωσης μιας διαδρομής. Ένας δυνατός άνεμος με ή χωρίς βροχή ή χιόνι, μπορεί να μειώσει την ταχύτητα μας σε επίπεδο έδαφος σε λιγότερο από 2 χλμ/ώρα. Αντίθετα, ένας δυνατός άνεμος με κατεύθυνση ίδια με τη δική μας, μπορεί να αυξήσει την ταχύτητα μας και μερικές φορές ίσως και επικίνδυνα. Τέλος, ένας από τους καταλυτικούς παράγοντες επιρροής της ταχύτητάς μας είναι και η φυσική μας κατάσταση που επηρεάζει άμεσα τον ρυθμό ανάβασης.

ΒΗΜΑΤΟΜΕΤΡΗΣ

Ο Υπολογισμός της απόστασης με τη μέθοδο της βηματομέτρησης είναι σίγουρα μια μέθοδος πιο ακριβής από την χρονομέτρηση. Είναι βέβαια φανερό ότι ο διασκελισμός διαφέρει όχι μόνο από άτομο σε άτομο, αλλά ανάλογα με την μορφολογία του εδάφους. Ο γενικός κανόνας είναι ότι θα πρέπει να μετράμε διπλά βήματα (δηλαδή κάθε φορά με το δεξί ή το αριστερό) και να μοιράζουμε τη διαδρομή μας σε όσο γίνεται μικρότερα τμήματα (συνιστώνται τμήματα 400-600 μέτρων). Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σε επίπεδη επιφάνεια, 62 διπλά βήματα καλύπτουν απόσταση 100 περίπου μέτρων.

Αλτίμετρο

Το αλτίμετρο είναι αρκετά σημαντικό μέσο τόσο για τον υπολογισμό του υψομέτρου και την εύρεση του προσανατολισμού, όσο επίσης και για την πρόβλεψη του καιρού.

Το αλτίμετρο ουσιαστικά είναι ένα βαρόμετρο και λειτουργεί με την βαρομετρική αρχή, δηλαδή αυξανόμενου του ύψους έχουμε μείωση της βαρομετρικής πίεσης η οποία προκαλεί, μέσω ενός μηχανικού συστήματος πίεσης, απόκλιση στον δείκτη του ύψους. Επειδή λοιπόν λειτουργεί με την βαρομετρική πίεση, οι αλλαγές του καιρού το επηρεάζουν. Θα πρέπει έτσι , στα γνωστά σημεία να το ρυθμίζουμε ξανά, ώστε να έχουμε μεγαλύτερη ακρίβεια στις ενδείξεις. Επίσης μπορούμε όταν είμαστε σε καταφύγιο, να το ρυθμίσουμε στο ύψος του καταφυγίου και αν το πρωί δείχνει μεγαλύτερο ύψος τότε η ατμοσφαιρική πίεση έχει πέσει και ο καιρός δεν προβλέπεται καλός και αντιστρόφως.

Το αλτίμετρο μας βοηθάει επίσης και στις εξής περιπτώσεις:

  • Όταν κατεβαίνουμε ή ανεβαίνουμε μία ράχη και η ορατότητα είναι κακή, τότε με βάση το χάρτη (ανάγνωση των ισοϋψών) και το υψόμετρο, μπορούμε να βρούμε το σημείο το οποίο βρισκόμαστε.
  • Όταν έχουμε πάλι κακή ορατότητα και κάνουμε τραβέρσα, μας βοηθάει να προχωρούμε οριζόντια αποφεύγοντας την τάση που συνήθως έχουμε να χάνουμε ύψος.

Χάραξη Πορείας

Έχοντας μελετήσει καλά το χάρτη, προσπαθούμε να επιλέξουμε τη συντομότερη και ασφαλέστερη διαδρομή. Χαράζουμε λοιπόν πάνω στο χάρτη το δρομολόγιο που θέλουμε να ακολουθήσουμε και το χωρίζουμε σε μικρά τμήματα. Την διαδρομή αυτή την αντιγράφουμε σε ένα λευκό χαρτί, σημειώνοντας τα σημεία που η διαδρομή αλλάζει κατεύθυνση, καθώς και τυχόν χαρακτηριστικά σημάδια που βρίσκονται κοντά (πηγές, βράχια, ορθοπλαγιές, εκκλησίες). Στη συνέχεια υπολογίζουμε βάσει της κλίμακας του χάρτη τις οριζόντιες αποστάσεις των ενδιάμεσων τμημάτων καθώς και τα αντίστοιχα ύψη και τα γράφουμε στην σχεδιασμένη διαδρομή μας. Κατόπιν υπολογίζουμε με την πυξίδα τη γωνία πορείας του κάθε τμήματος της διαδρομής μας.

GPS Βασικές Αρχές

[su_spoiler title=”GPS Βασικές Αρχές” style=”fancy” icon=”arrow”][wpdm_package id=’2077′][/su_spoiler]